Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γυναικεῖα π

См. также в других словарях:

  • γυναικεῖα — γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικεία — γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc/acc dual γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικείᾳ — γυναικεί̱ᾱͅ , γυναικεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόφωνος — Γυναικεία φωνή, της οποίας η έκταση βρίσκεται ανάμεσα στην υψίφωνο (σοπράνο) και στη βαρύφωνο (άλτο)· το βάθος της μ. ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκείνο της μετζοσοπράνο. Η μ. χωρίζεται σε δύο τύπους, στον συνήθη και στον –αρκετά πιο… …   Dictionary of Greek

  • Καστρίτσας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Ιωαννίνων αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους, η οποία εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιωαννίνων. Βρίσκεται απέναντι από τον Δρίσκο. Η ανέγερσή της τοποθετείται στον 11ο αι. Το καθολικό του μοναστηριού είναι βυζαντινού ρυθμού… …   Dictionary of Greek

  • Πελαγίας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Βοιωτίας, κοντά στα χωριά Καρδίτσα και Κόκκινο, η οποία εξαρτάται από τη Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ονομασία του μοναστηριού (από την ομώνυμη εικόνα ή για να τονιστεί το πέλαγος της… …   Dictionary of Greek

  • γυναικεῖ' — γυναικεῖα , γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl γυναικεῖε , γυναικεῖος of masc voc sg γυναικεῖαι , γυναικεῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»