-
1 γυναικεια
-
2 γυναικεία
-
3 γυναικεῖα
-
4 γυναικεία
γυναικεί̱ᾱ, γυναικεῖοςof: fem nom /voc /acc dualγυναικεί̱ᾱ, γυναικεῖοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————γυναικεί̱ᾱͅ, γυναικεῖοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 γυναικείᾳ
Βλ. λ. γυναικεία -
6 γυναικεία χορωδία
женcкиот хорГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > γυναικεία χορωδία
-
7 женский
επ.γυναικείος, -κίσιος, -ώδης, θη-λικός•-ая обувь γυναικείο παπούτσι•
женский труд γυναικεία εργασία•
-ая хитрость γυναικεία πονηριά•
международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας•
женский почерк γυναικείος γραφικός χαρακτήρας•
-ая нежность γυναικεία τρυφερότητα•
-ие прихоти γυναικεία καπρίτσια.
|| των θηλέων, για τα θήλεα•-ая школа παρθεναγωγείο•
-ая гимназия γυμνάσιο θηλέων•
-ие органы γυναικεία όργανα•
-ие цветки у растений τα θήλεα άνθη.
εκφρ.- ие болезни – γυναικολογικές παθήσεις•женский вопрос – το γυναικείο ζήτημα (της κοινωνικής χειραφέτησης της γυναίκας)•- ая логика – ειρν. κ. αστ.) γυναικεία λογική•женский пол – γυναικείο φύλο (τα γενετικά όργανα ή οι γυναίκες)•- ая линия – συγγένεια από το μέρος της γυναίκας•- ая рифма – θηλυκές ομοιοκαταλήξεις (που λήγουν σε άφωνη συλλαβή). -
8 обувь
обувь ж τα υποδήματα, τα παπούτσια· детская \обувь παιδικά παπούτσια· женская (мужская) \обувь γυναικεία ( ανδρικά), παπούτσια* резиновая \обувь λαστιχένια παπούτσια* спортивная \обувь υποδήματα σπορ* * *жτα υποδήματα, τα παπούτσιαде́тская о́бувь — παιδικά παπούτσια
же́нская (мужска́я) о́бувь — γυναικεία (ανδρικά), παπούτσια
рези́новая о́бувь — λαστιχένια παπούτσια
спорти́вная о́бувь — υποδήματα σπορ
-
9 босоножки
босо́||но́жкимн. (ед. босоножка ж) (обувь) τά θερινά γυναικεία παπούτσια, τά γυναικεία πέδιλα. -
10 γυναικεῖος
γῠναικ-εῖος, α, ον A. Ch. 630 (lyr.), also ος, ον ib. 878, E.IA 233 (lyr.): [dialect] Ion. [suff] γῠναικ-ήιος, η, ον: ([etym.] γυνή):—A of or belonging to women, feminine, γυναικεῖαι βουλαί a woman's designs, Od.11.437; ;ἔργα Hdt.4.114
; ; σκεῦος (i.e. woman) 1 Ep.Pet.3.7; γ.αἰδοῖον, τόποι, χῶροι, Gal.UP15.3, Aret.SA2.11, CA2.10; [full] κόλπος ( = αἰδοῖον) Sor.1.16; leucorrhoea,Id.
2.43;γονόρροια Aret.SD2.11
;ἰατρός Sor.2.3
;γ. ἀγορά Thphr.Char.2.9
; ἡγ. θεός, = Lat. bona dea, Plu.Caes.9, Cic. 19; γ. πόλεμος war with women, AP7.352 (Mel.(?)).2 in bad sense, womanish, effeminate,πένθος Archil.9.10
; ;μαθήματα Pl.Alc.1.127a
;γ. καὶ σμικρὰ διάνοια Id.R. 469d
. Adv.-είως, πικραίνεσθαι Id.Lg. 731d
;ἐμπικραίνεσθαι Eus.Mynd.54
;διακεῖσθαι D.C.38.18
.II as Subst.,1 ἡ γυναικεία, [dialect] Ion. -ηΐη, = γυναικών, part of the house reserved for the women, Hdt.5.20, LXX To.2.11.b ἡ γ. (sc. ἀγορά), Thphr.Char.22.10.c lochia, Gal.17(2).817.d female disorders, title of works by Hp. and Sor., cf. Thphr.HP4.8.6, Aret.CA1.3.e (sc. φάρμακα) remedies for female complaints, Hp.Mul.1.64.3 γυναικεῖον, τό, = στίβι, Dsc.5.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικεῖος
-
11 στολή
στολή, ἡ, Rüstung, Kleidung; Aesch. Pers. 977; οὔτοι ταχεῖα ναυτικοῠ στρατοῠ στολή, Suppl. 745; κόσμῳ τε χαίρων καὶ στολῇ, Soph. Tr. 761; ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, El. 184; O. C. 1359 u. oft; μελαμπέπλῳ στολῇ, Eur. Alc. 429, u. öfter; γυναικεία, ἱππική, Ar. Th. 851 Eccl. 846; πᾶσαν τοξικὲν ἔχοντα στολήν, Plat. Legg. VIII, 833 b; πρεπούσῃ στολῇ ἐσταλμέναι, VII, 800 e; Περσική, Xen. An. 1, 2, 27; βαρβαρική, 4, 5, 33; der Soldaten, Cyr. 3, 3, 42; Folgde.
-
12 κτίζω
κτίζω, perf. κεκτικέναι D. Sic. fr. 19, aber ἔκτισμαι Eur. fr. Erechth. 17, 9; ein Land bebauen, bewohnbar machen, mit Ansiedlern bevölkern; κτίσσε δὲ Δαρδανίην Il. 20, 216; χώρην, νῆσον, Her. 1, 149. 4, 178; – bes. eine Stadt gründen; οἳ πρῶτοι Θήβης ἕδος ἔκτισαν Od. 11, 262; πόλιν ἔκτισσεν Pind. P. 1, 62; ἀποικίαν Aesch. Prom. 817; πόλιν Her. 1, 168; Thuc. 1, 7; Plat. Prot. 322 b; Isocr. 4, 35; Folgde; – auch βωμὸν ϑεᾷ, Pind. Ol. 7, 42; – übh. gründen, einrichten, ἄλσεα P. 5, 89, ἑορτὰν καὶ τεϑμὸν ἀέϑλων Ol. 6, 69; τάφον τινί Soph. Ant. 1088, ἵπποισι τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν πρώταισι ταῖςδε κτίσας ἀγυιαῖς, d. i. er erfand ihn, O. C. 719; – bei den Tragg., bes. Aesch. auch = hervorbringen, machen; παῖδα, τὸν αὐτός ποτ' ἔκτισεν γόνῳ, das Kind, das er selbst erzeugt, Aesch. Suppl. 163, vgl. 1053; οὕτω γὰρ ἄν σοι δαῖτες ἔννομοι βροτῶν κτιζοίατο Ch. 477; ἐλεύϑερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει 1056, wird dich von diesem Leide befreien, u. öfter; καὶ ταῠτ' ἔτλη χεὶρ γυναικεία κτίσαι, dies auszuführen, dies zu thun, Soph. Tr. 894; ποτανὰν εἴ σέ τις ϑεῶν κτίσαι Eur. Suppl. 620. – S. κτίλος u. κτίμενος.
-
13 γυναικεῖος
γυναικεῖος, auch 2 End., Aesch. Ch. 878; Eur. Andr. 956 I. A. 233, den Frauen eigen, ihnen zukommend, sie betreffend; βουλαί, Weiberanschläge, Od. 11, 437, ἅπαξ εἰρημέν.; στρατός Pind. Ol. 13, 86; ἐκ γυναικείας χερὸς ἀπώλετο Ar. Ran. 1143; δόλος, ἐσϑής, ἔργα, Her. 1, 91. 4, 146. 114; πένϑος Archil. 48; γένος Plat. Rep. X, 620 a; κόσμος II, 373 c; ἱμάτια Xen. Mem. 2, 7, 5; oft verächtlich, γ. καὶ σμικρὰ διάνοια Plat. Rep. V, 469 d; μάϑημα Alc. I, 126 e; δρᾶμα Ar. Th. 151; vgl. Pol. 2, 4, 8. 10, 4, 7; ἐπὶ φαύλῳ καὶ γυναικείῳ πράγματι Luc. sa lt. 1; – ϑεὰ γυναικεία, bona dea der Römer, Plut. Cic. 19 Caes. 9; – τὸ γυναικεῖον, sc. οἴκημα, die Frauenwohnung, -stube, Sp.; ἡ γυναικηΐη Her. 5, 20; τὰ γυν., die monatliche Reinigung, Hippocr. Arist. – Adv. γυναικείως, z. B. πικραίνομαι Plat. Legg. V, 731 d.
-
14 λῡσι-ῳδός
λῡσι-ῳδός, ὁ, u. ἡ, eine Art Pantomimen, welche von ihrem Erfinder Lysis ihren Namen haben sollen, vgl. Ath. XIV, 620 e, wo Aristocles sie = μαγῳδοί erkl., Aristoxenus aber sagt τὸν γυναικεῖα πρόςωπα ἀνδρείοις ὑποκρινόμενον καλεῖσϑαι λυσ.; – λυσιῳδοῖς ὑπαυλεῖν, VI, 252 e, λυσιῳδοῠ γυναικός, V, 211; Plut. Sull. 36; Strab. XIV p. 648.
-
15 ἄ-τολμος
ἄ-τολμος ( τόλμα), nichts unternehmend, Ggstz ἐπιχειρητής Thuc. 8, 96; muthlos, feig, αἰχμὰ γυναικεία Aesch. Ch. 621; Thuc. 2, 39, u. öfter auch Folgde; καὶ μαλακός Dem. 8, 68; καὶ δειλός 19, 206. – Adv. ἀτόλμως, χρῆσϑαι τοῖς καιροῖς Pol. 3, 103; Plut.
-
16 ἐφ-ήβαιον
-
17 γυναικειος
ион. γῠναικήϊος 2 и 3женский(βουλαί Hom.; στρατός Pind.; χείρ Arph.; ἐσθής Her. и ἱμάτια Xen.; ἔργα Her. и ἔργον Plut.)
θεὰ γυναικεία Plut. (лат. bona dea) — благая богиня (древнеиталийское божество плодородия, культ которого отправлялся женщинами) -
18 κοινωνεω
(дор. 3 л. pl. imper. praes. κοινανεόντων)1) принимать участие, быть или становиться участником, участвовать, разделять(κακῶν, sc. τινος Aesch.)
πόνων καὴ κινδύνων ἀλλήλοις κ. Plat. — делить друг с другом труды и опасности;κ. τῆς χθονός Aesch. — быть уроженцем данной страны;μηδενὸς κ. τινι Dem. — ни к чему не допускать кого-л.;κ. τινι τῆς πολιτείας Plat. — принимать вместе с кем-л. участие в государственных делах;οἱ κοινὰ κεκτημένοι καὴ κοινωνοῦντες Arst. — сообща владеющие;κ. φόνον τινί Eur. — вместе с кем-л. быть участником убийства;κ. ἴσα πάντα τοῖς ἀνδράσι Plat. — во всем иметь равные права с мужчинами2) принимать участие, помогать(τινι и ταῖς χρείαις τινός NT.)
3) разделять (чьё-л.) мнение, соглашатьсяσκόπει, πότερον κοιωνεῖς Plat. — рассуди, соглашаешься ли ты
4) вступать в общение, иметь связь(γυναικί Luc.)
κ. κοινωνίαν τινί Plat. — вступать в общение с кем-л.5) сочетаться, связываться6) находиться в связи, совпадатьστολέ ἥκιστα γυναικείᾳ κοινωνοῦσα Xen. — одежда, менее всего похожая на женскую -
19 κτιζω
(aor. ἔκτῐσα - эп. κτίσσα, дор. ἔκτισσα, эп. part. pf. κτίμενος с ῐ)1) заселять, колонизовать(Δαρδανίην Hom.; χώρην, νῆσον Her.)
2) закладывать, основывать, строить(βωμόν Pind.; ἀποικίαν Aesch.; ἄστεα καὴ τείχεα ἐκτισμένα Her.)
3) насаждать(ἄλσος Pind.)
4) устраивать, учреждать(ἑορτήν, ἀγῶνα Pind.)
κ. δαῖτάς τινι Aesch. — задавать пиры в честь кого-л.;κ. τάφον τινί Soph. — предавать погребению кого-л.;Κύρνον κτίσαι ἥρων ἐόντα Her. — установить почитание Кирна как героя5) изобретать, вводить(τὸν χαλινὸν ἵπποισι Soph.)
6) производить на свет, порождать(παῖδα γόνῳ Aesch.)
ὅ κτίσας NT. — создатель, творец7) делать(ἐλεύθερον κ. τινά τινος Aesch.)
8) совершать, исполнятьκαὴ ταῦτ΄ ἔτλη τις χεὴρ γυναικεία κτίσαι ; Soph. — и это дерзнула совершить чья-то женская рука?
-
20 παραπομπη
ἥ1) перевозка, доставка(αἱ τῶν καρπῶν παραπομπαί Arst.)
2) продовольствие, снабжение3) сопровождение, эскорт(τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον Dem.; π. γυναικεία Plut.)
См. также в других словарях:
γυναικεῖα — γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικεία — γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc/acc dual γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικείᾳ — γυναικεί̱ᾱͅ , γυναικεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσόφωνος — Γυναικεία φωνή, της οποίας η έκταση βρίσκεται ανάμεσα στην υψίφωνο (σοπράνο) και στη βαρύφωνο (άλτο)· το βάθος της μ. ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκείνο της μετζοσοπράνο. Η μ. χωρίζεται σε δύο τύπους, στον συνήθη και στον –αρκετά πιο… … Dictionary of Greek
Καστρίτσας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Ιωαννίνων αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους, η οποία εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιωαννίνων. Βρίσκεται απέναντι από τον Δρίσκο. Η ανέγερσή της τοποθετείται στον 11ο αι. Το καθολικό του μοναστηριού είναι βυζαντινού ρυθμού… … Dictionary of Greek
Πελαγίας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Βοιωτίας, κοντά στα χωριά Καρδίτσα και Κόκκινο, η οποία εξαρτάται από τη Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ονομασία του μοναστηριού (από την ομώνυμη εικόνα ή για να τονιστεί το πέλαγος της… … Dictionary of Greek
γυναικεῖ' — γυναικεῖα , γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl γυναικεῖε , γυναικεῖος of masc voc sg γυναικεῖαι , γυναικεῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek